- αδευτέρωτος
- -η, -ο [δευτερώνω]1. αυτός που δεν γίνεται ή δεν έγινε για δεύτερη φορά, ανεπανάληπτος2. (για χωράφια) αυτός που δεν οργώθηκε δεύτερη φοράεπίρρ. αδευτέρωταμονορούφι, μια κι έξω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδευτέρωτος — η, ο αυτός που δεν επαναλαμβάνεται δεύτερη φορά, μια κι έξω: Τα χτυπήματα που έδινε ήταν αδευτέρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδευτέριστος — η, ο [δευτερίζω] ο αδευτέρωτος … Dictionary of Greek